Νέο Φορολογικό Νομοσχέδιο: Επιστολή Επιμελητηρίου Ηρακλείου στον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών

Την άμεση αναθεώρηση και τροποποίηση διατάξεων του νέου φορολογικού νομοσχεδίου που έθεσε προς διαβούλευση η Κυβέρνηση, ζητάει, με επιστολή της προς τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών κ. Κωστή Χατζηδάκη, η Διοίκηση του Επιμελητηρίου Ηρακλείου.

Στην επιστολή, την οποία υπογράφει ο Πρόεδρος του Επιμελητηρίου Ηρακλείου κ. Μανώλης Αλιφιεράκης, διατυπώνεται η διαφωνία του Επιμελητηρίου Ηρακλείου με τον νέο τρόπο τεκμαρτής φορολόγησης για όλους τους ελεύθερους επαγγελματίες και όσους ασκούν ατομική επιχείρηση και επισημαίνεται ότι τα προτεινόμενα μέτρα θα πλήξουν ανεπανόρθωτα τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ο κ. Αλιφιεράκης χαρακτηρίζει αναγκαία η λήψη μέτρων για το διαχρονικό πρόβλημα της φοροδιαφυγής, επισημαίνει ωστόσο δεν πρέπει να έχουν τη μορφή τιμωρίας τις μικρές επιχειρήσεις και ζητάει τη θέσπιση ενός δίκαιου και ισοβαρή φορολογικού νόμου. Παραθέτει επίσης, συγκεκριμένα παραδείγματα που αποδεικνύουν την στρεβλή αντιμετώπιση του προβλήματος και προτείνει τη διενέργεια στοχευμένων ελέγχων, με τη χρήση ψηφιακών εργαλείων και ελέγχου του πόθεν έσχες, αλλά και ουσιαστικών κινήτρων για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης.

Αναλυτικά, η επιστολή προς τον κ. Χατζηδάκη έχει ως εξής:

«Αξιότιμε κύριε Υπουργέ,
Σε συνέχεια της από 13 Νοεμβρίου 2023, δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών με τίτλο: «Μέτρα για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής» θα θέλαμε να σας γνωστοποιήσουμε τις θέσεις μας ως ακολούθως:
1. Αν και το νομοσχέδιο στοχεύει στην αντιμετώπιση του (υπαρκτού και πραγματικού) προβλήματος της φοροδιαφυγής και είναι αυτονόητη η ανάγκη να ληφθούν μέτρα για να αντιμετωπιστεί αυτό το διαχρονικό πρόβλημα της χώρας, στην πραγματικότητα οι διατάξεις που εισάγονται μας γυρίζουν χρόνια πίσω αφού επανερχόμαστε στην επιβολή τεκμαρτού εισοδήματος ως του κύριου μέσου καταπολέμησης της φοροδιαφυγής.
2. Επιπλέον η φοροδιαφυγή «εντοπίζεται» αποκλειστικά στους μικρούς επαγγελματίες και τις ατομικές επιχειρήσεις και με μια απόλυτα οριζόντια λογική «τιμωρούνται» όλες οι μικρές ατομικές επιχειρήσεις που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, και ταυτόχρονα καταργείται η βασική έννοια της επιχειρηματικότητας αφού αυτή δεν «επιτρέπεται» να έχει ζημιά ή ελάχιστα κέρδη.
3. Το «ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας», αποτελεί αναχρονισμό και παραδοχή αποτυχίας και όχι προσπάθεια απόδοσης φορολογικής δικαιοσύνης. Βάσει του νομοσχεδίου το τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα προσαυξάνεται αφενός με βάση το χρόνο άσκησης του επαγγέλματος και αφετέρου σωρευτικά με βάση το ετήσιο κόστος μισθοδοσίας και με βάση συντελεστή όταν ο ετήσιος τζίρος είναι μεγαλύτερος από τον μέσο όρο του ετήσιου τζίρου του ΚΑΔ. Ο μέσος ετήσιος τζίρος του ΚΑΔ προσδιορίζεται με βάση τις δηλώσεις του προηγούμενου φορολογικού έτους, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι επιτηδευματίες με μηδενικό κύκλο εργασιών. Το ποσό αυτό γνωστοποιείται με ανάρτηση στον ιστότοπο της Α.Α.Δ.Ε. εντός διμήνου από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος εκάστου έτους. Το τελευταίο έχει ως αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζονται πραγματοποιηθέντα επαγγελματικά έξοδα, μέτρο βαθύτατα αντιαναπτυξιακό και ενισχυτικό της φοροδιαφυγής.
4. Με το νομοσχέδιο εισάγεται νέος τρόπος τεκμαρτής φορολόγησης για όλους τους ασκούντες ατομική επιχείρηση, και ελεύθεροι επαγγελματίες. Η βάση της τεκμαρτής φορολόγησης συνίσταται σε ένα ελάχιστο τεκμαιρόμενο κέρδος από την άσκηση ατομικής επιχειρηματικής δραστηριότητας. Από αυτό ανακύπτουν μεταξύ άλλων ζητήματα όπως λχ ότι γίνεται διαχωρισμός των φορολογούμενων με βάση τη νομική μορφή άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας χωρίς αλλά κριτήρια καθορισμού των κερδών (πχ ίδια δραστηριότητα, ασκούμενη από νομικό σε αντίθεση με φυσικό πρόσωπο, εξωγενή κριτήρια όπως η θέση άσκησης δραστηριότητας κοκ)
5. Μέσα στους στόχους του νομοσχεδίου είναι και η διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών. Ωστόσο αν και πράγματι, σήμερα έχουν αυξηθεί οι συναλλαγές με το ηλεκτρονικό χρήμα και έχουμε πολλές δυνατότητες στο ηλεκτρονικό περιβάλλον υποβολής όλων των δηλώσεων και του πλήθους των διασταυρώσεων που πλέον υλοποιούνται και είναι διαρκώς βελτιούμενες, το πιθανότερο είναι ότι το μέτρο θα έχει αντίθετα αποτελέσματα στο μέλλον. Οι ατομικά ασκούντες επιχειρηματίες, υπάρχει πιθανότητα να οδηγηθούν διακοπή επαγγέλματος ή μπορεί να περιορίσουν τις ψηφιακές συναλλαγές τους στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό με σκοπό να περιορίσουν τα αποτελέσματά τους στο βασικό ελάχιστο ζητούμενο φορολογικό αποτέλεσμα, ενώ υπό κανονικές συνθήκες θα δήλωναν μεγαλύτερα ποσά.

Από τα παραπάνω, προκύπτει ότι οι συγκεκριμένες διατάξεις του νομοσχεδίου θα οδηγήσουν σε ανυπέρβλητα προβλήματα στην οικονομική δραστηριότητα και στη βιωσιμότητα σημαντικού αριθμού αυτοαπασχολούμενων και μικρών ατομικών επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των πιο αδύναμων, αποτέλεσμα των οποίων θα είναι:
• Αυτοαπασχολούμενοι που πράγματι έχουν πολύ χαμηλά κέρδη θα «κλείσουν» τα βιβλία τους υπό το βάρος του υψηλότερου φόρου. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δημόσιο θα χάσει και τον όποιο φόρο πληρώνεται σήμερα, αλλά και τις ασφαλιστικές εισφορές.
• Η μικρή ατομική επιχείρηση που απασχολεί έναν εργαζόμενο θα το σκεφτεί να συνεχίσει να το κάνει αφού και ο εργαζόμενος της αποτελεί τεκμήριο προσαυξάνοντας το τεκμαρτό φορολογητέο του σύμφωνα με το νομοσχέδιο.
• Σημαντικό ποσοστό αυτοαπασχολούμενων, με ιδιαίτερη ένταση στις γυναίκες αλλά και στην περιφέρεια, θα περάσουν στην ανεργία χωρίς επιλογές άλλης απασχόλησης.
• Τα οικογενειακά εισοδήματα και η αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών θα μειωθούν, ενώ θα δυσκολέψει και η δυνατότητα ανταπόκρισης στις ήδη υπάρχουσες υποχρεώσεις (δάνεια, ασφαλιστικές οφειλές κ.α.).
• Με δεδομένο ότι εντελώς αιφνιδιαστικά επιβάλλεται το μέτρο από το τρέχον φορολογικό έτος, πολλοί αυτοαπασχολούμενοι με πραγματικά χαμηλό εισόδημα δεν θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τον φόρο και την προκαταβολή φόρου που θα τους καταλογιστεί αυξάνοντας το ποσό των ανείσπρακτων φορολογικών οφειλών.

Για όλα τα παραπάνω πιστεύουμε ότι οι νέες ρυθμίσεις θα πρέπει να αναθεωρηθούν και να τροποποιηθούν άμεσα, προς μια κατεύθυνση ευνοϊκότερη προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Οι διαπιστώσεις για το ύψος και το εύρος της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής δεν μπορούν να αμφισβητηθούν διαχρονικά, τα μέτρα όμως που πρέπει να εφαρμοστούν οφείλουν να ενταθούν προς την κατεύθυνση αντιμετώπισης αυτής μέσω στοχευμένων ελέγχων με τη χρήση ψηφιακών εργαλείων, ελέγχου του πόθεν έσχες αλλά και ουσιαστικών κινήτρων για την εμπέδωση φορολογικής συνείδησης και όχι μέσω αναχρονιστικών και άδικων στοχεύσεων που μαθηματικά θα οδηγήσουν στα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Θα είναι σίγουρα αποτελεσματικότερη η θέσπιση “ψηφιακών κριτηρίων”, αντί των παρωχημένων αντικειμενικών κριτηρίων με αλγόριθμο που θα λαμβάνει υπόψη έσοδα, έξοδα, καταθέσεις, περιουσιακά στοιχεία, άλλα εισοδήματα, αλλά και χρέη με ρυθμισμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές. Η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει έναν ουσιαστικό διάλογο μεταξύ όλων των φορέων, με στόχο ένα δίκαιο φορολογικό σύστημα που θα λαμβάνει υπόψιν τις πραγματικές συνθήκες ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας και τις ιδιαιτερότητες κάθε επαγγέλματος και θα έχει ως βάση τη συνεισφορά εκάστου στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις πραγματικές δυνάμεις του και όχι με «τεκμαρτά» απολύτως ανύπαρκτα εισοδήματα

Με τη βεβαιότητα ότι θα ανταποκριθείτε θετικά στις παραπάνω επισημάνσεις και προτάσεις μας, σας ευχαριστούμε προκαταβολικά.»