Η έκρηξη του υποθαλάσσιου ηφαιστείου στα νησιά Τόνγκα στις αρχές του έτους ήταν η πιο ισχυρή που έχει καταγραφεί ποτέ

 Η φονική έκρηξη ηφαιστείου που σημειώθηκε στις αρχές του έτους στα νησιά Τόνγκα ήταν η πιο ισχυρή που έχει καταγραφεί ποτέ με τον σύγχρονο εξοπλισμό, αποκάλυψε σήμερα Δευτέρα 21 Νοεμβρίου, μια ομάδα επιστημόνων στη Νέα Ζηλανδία.

Η ισχύς της έκρηξης του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Χούνγκα Τόνγκα Χούνγκα Χααπάι, που σημειώθηκε στα μέσα Ιανουαρίου, ισοδυναμούσε με εκατοντάδες πυρηνικές βόμβες και προκάλεσε τσουνάμι 15 μέτρων ύψους.

Τρεις άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους από την έκρηξη του ηφαιστείου, εξαιτίας της οποίας καταστράφηκαν δεκάδες σπίτια, ισοπεδώθηκαν παράκτιες περιοχές των νησιών και έσπασε το καλώδιο επικοινωνιών το οποίο συνέδεε το αρχιπέλαγος με το δίκτυο του ίντερνετ.

Το μικρό νησιωτικό κράτος του Ειρηνικού βρέθηκε αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο επί εβδομάδες, γεγονός που δυσχέρανε τις επιχειρήσεις διάσωσης.

Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το Νεοζηλανδικό Εθνικό Ινστιτούτο Ερευνών για το Νερό και την Ατμόσφαιρα, από την ηφαιστειακή έκρηξη εκλύθηκαν περίπου 10 κυβικά χιλιόμετρα υλικών, το αντίστοιχο 2,6 εκατομμυρίων πισίνων ολυμπιακών διαστάσεων. Τα υλικά αυτά εκτοξεύθηκαν σε ύψος μεγαλύτερο των 40 χιλιομέτρων, φτάνοντας τη μεσόσφαιρα, πάνω από τη στρατόσφαιρα.

«Η έκρηξη έφτασε ένα ύψος ρεκόρ, είναι η πρώτη που βλέπουμε να φτάνει τη μεσόσφαιρα», δήλωσε ο θαλάσσιος γεωλόγος Κέβιν Μακέι.

Η έκρηξη του Χούνγκα Τόνγκα Χούνγκα Χααπάι ανταγωνίζεται με την έκρηξη το 1883 του ηφαιστείου Κρακάτοα, από την οποία σκοτώθηκαν δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι στην Ινδονησία, σε μια εποχή που δεν υπήρχαν τα σύγχρονα μέσα μέτρησης.

Η ομάδα των επιστημών βρήκε επίσης ότι ο κρατήρας του ηφαιστείου έχει πλέον βάθος 700 χιλιομέτρων. Οι πυροκλαστικές ροές που σχηματίστηκαν, οι οποίες φτάνουν τους 1.000 βαθμούς Κελσίου και κινούνται με ταχύτητα 700 χιλιομέτρων την ώρα, μετέφεραν υλικά από το ηφαίστειο σε βάθος τουλάχιστον 80 χιλιομέτρων κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

«Οι πυροκλαστικές ροές φαίνεται ότι έχουν φτάσει ακόμη πιο μακριά, ίσως έως τα 100 χιλιόμετρα», εκτίμησε η Έμιλι Λέιν, διευθύντρια ερευνών της ομάδας.

ΑΠΕ-ΜΠΕ